- φιλαπλοϊκός
- φιλ-άπλοος, u. φιλ-απλοϊκός, ή, όν, das Einfache, die Offenherzigkeit liebend, offenherzig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φιλαπλοικός — φιλαπλοϊκός , φιλαπλοικός fond of simplicity masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαπλοϊκός — ή, όν, Α αυτός που αγαπά την απλότητα και την ειλικρίνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἁπλοϊκός «απλός στους τρόπους, ανεπιτήδευτος»] … Dictionary of Greek
φιλάπλους — ουν, και ασυναιρ. τ. φιλάπλοος, ον, Α φιλαπλοϊκός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἁπλοῦς] … Dictionary of Greek